- ἐφοδηγούμενοι
- ἐφοδηγέωact as guidepres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφοδηγώ — ἐφοδηγῶ, έω (ΑΜ) είμαι οδηγός τού δρόμου μσν. αρχ. (ενεργ. και παθ.) (και για πνευματικούς οδηγούς) «ἐφοδηγούμενοι ὑπὸ τοῡ παρακλήτου», Ιγνάτ. Θεοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁδηγῶ] … Dictionary of Greek